λογοδιάρροια

λογοδιάρροια
η (Α λογοδιάρροια)
ακατάσχετη φλυαρία («ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶμεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + διάρροια (< διά + -ρροια < ῥέω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογοδιάρροια — η ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία: Είχε πολλά νέα να μου πει και την έπιασε λογοδιάρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοδιαρροίας — λογοδιαρροίᾱς , λογοδιάρροια flux of words fem acc pl λογοδιαρροίᾱς , λογοδιάρροια flux of words fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοδιάρροιαν — λογοδιάρροια flux of words fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • πάρλα — η ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία, λογοδιάρροια, περιττά και απερίσκεπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parla < λατ. parabola < παραβολή] …   Dictionary of Greek

  • παραμίλημα — το [παραμιλώ] 1. λόγια ακανόητα, ασυνάρτητα, κυρίως ως σύμπτωμα ψυχικής ή οργανικής ασθένειας, παραμιλητό 2. μτφ. φλυαρία, λογοδιάρροια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”